αχάραχτος

αχάραχτος
αχάραχτος, -η, -ο και αχάραγος, -η, -ο
επίρρ.
1. αυτός που πάνω του δεν έχει χαράγματα: Πρόσεξε καλύτερα κι είδε πως το πετσί ήταν αχάραχτο.
2. που δε σημειώθηκε με χάραξη: Ο δρόμος για το χωριό ήταν αχάραχτος. Eπίρρ. αχάραγα πριν φέξει.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αχάραγος — η, ο βλ. αχάραχτος …   Dictionary of Greek

  • αχάρακτος — και αχάραχτος και αχάραγος, η, ο (AM ἀχάρακτος, ον) 1. όποιος δεν έχει ή δεν είναι δυνατόν να χαραχτεί 2. εκείνος που δεν έχει διακριτικά σημάδια χαραγμένα επάνω του 3. (για άστρο ή την ημέρα) αυτός ο οποίος δεν έχει χαράξει, που δεν υποφώσκει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”